- ὑποδυόμενος
- ὑποδύομαιput on underpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… … Dictionary of Greek
обоувати — ОБОУВА|ТИ (4*), Ю, ѤТЬ гл. 1. Снабжать обувью кого л., надевать обувь на кого л.: челѧдь же свою кормите. паче до сытости имъ. ѡдѣваите и ѡбуваите. СбУв XIV, 73; еще вы гл҃ю. челѧдь свою кормите ˫ако же до сыти имъ. ѡдѣваите ѡбуваите. ЗЦ к. XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
URINATOR — Graece κολυμβητὴς, δύτης, vel potius δυό μενος seu ὑποδυόμενος, quibusdam ab urna, Varroni contra, Becmanno ab οὐρος nomen habet: eo quo pulmones id hominum generi cavisint ac sic dispositi, ut diutius τὸ οὔριον, i. e, aerem, ad respirationem… … Hofmann J. Lexicon universale
Γουάσινγκτον, Ντένζελ — (Denzel Washington,Νέα Υόρκη 1954 –). Αφροαμερικανός ηθοποιός. Ο Γ., που εξελίχθηκε σε έναν από τους δημοφιλέστερους πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ, ξεκίνησε με σπουδές δημοσιογραφίας στη Νέα Υόρκη και συνέχισε με υποκριτική στο Σαν Φρανσίσκο.… … Dictionary of Greek
Λόρε, Πίτερ — (Peter Lorre, Ρόζενμπεργκ, Ουγγαρία 1904 – Αμερική 1964). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου ηθοποιού Λάζλο Λέβενσταϊν (Laszlo Loewenstein). Αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική, αφού είχε διάγει μια ταραγμένη εφηβική και νεανική ηλικία και… … Dictionary of Greek
Λόρελ, Σταν — (Stan Laurel, Ούλβερστον, Αγγλία 1890 – 1965). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού, σεναριογράφου και παραγωγού του κινηματογράφου Άρθουρ Στάνλεϊ Τζέφερσον (Arthur Stanley Jefferson). Προερχόμενος από οικογένεια ηθοποιών, πραγματοποίησε… … Dictionary of Greek